«Η πόλη δεν θέλει συστάσεις»

Ο καλός ταξιδιώτης, που είναι συνήθως και συνεπής νάρκισσος
δεν ψεύδεται: ό,τι είδε, είναι απόλυτα ποιητικό

Γιώργος Βέης
Ασία, Ασία
(στα περιθώρια των πτήσεων)

Η πόλη δεν θέλει συστάσεις. Αρκεί να ελευθερώσεις τα μάτια, να περιπλανηθείς μαζί τους, θα σε τρυπώσουν στα σοκάκια, στους λαβύρινθους της μεγάλης αγοράς, θα σε οδηγήσουν στις πλατείες, θα κατεβούν στα υπόγεια υδραγωγεία, θ' ανταμώσουν την παρόρμηση της ψυχής της κι όλη τη μαγεία των ανθρώπων που διακινείται στους δρόμους της.

Οι διακυμάνσεις των χρωμάτων, οι μυρουδιές από τους λόφους των μπαχαρικών, ο ήχος από τα γυάλινα σερβίτσια του τσαγιού σε συνοδεύουν σε όλη τη διαδρομή. Ενδόμυχα όμως σε εξουσιάζουν. Καθηλώνεσαι σε κάτι που δεν μπορείς να προσδιορίσεις, αποκαθηλώνεσαι για να ταφείς στις ρίζες της παλιάς ιστορικής αίγλης. η ανάσταση όμως σε αφορά γιατί βρίσκεσαι ήδη στριμωγμένη σε πλήθος αρχαίων ευρημάτων, σφηνωμένη σ' ένα σταθμό κατάμεστο χνώτα. Θέλεις να ζήσεις αυτές τις στιγμές στην απώτερή τους ένταση, ν' ανταμώσεις τη βαριά κληρονομιά που κουβαλά αυτός ο τόπος.

Πάτησα το πόδι μου στην πόλη όταν ο ήλιος ορθωνόταν στο ύψος του. Κατέβηκα στην πλατεία Ταξίμ. Η ανάσα χιλιάδων ανθρώπων μου έζωσε το πρόσωπο.
Ένα φορτίο συναισθημάτων πλάκωσε το στήθος. Τα αδιαπέραστα πρόσωπα, η έντονη σημειολογία των βλεμμάτων. Διέσχισα το παραλήρημα της λεωφόρου Ιστικλάλ, έφτασα στη γέφυρα του Γαλατά που ανοίγει διάπλατα τα χέρια της ενώνοντας τις δυο φυσιογνωμίες, τους δυο αλληλένδετους κόσμους της πόλης. Πήρα τα βήματά μου μακριά μέχρι την ιστορική χερσόνησο. Μπροστά μου ορθώνεται η οικουμενική μοίρα της Αγίας Σοφίας, απέναντί της το Μπλε Τζαμί Sultanahmet Camii. η επικοινωνία της σκέψης, η μόνιμη αγκύλωση των σωμάτων, ο μεγάλος μανδύας της προσευχής που απλώνεται ταυτόχρονα σε όλες τις γλώσσες. στο ύψος των τρούλων βασιλεύει μια ερμητική μακάρια μοναξιά.

Όλα τα πρόσωπα της πόλης προβάλλουν μες στα μάτια μου. Όσα βλέπω κι όσα άλλα ονειρεύομαι. Ένα φιλί σ' όλα τα χείλη της, μια αγκαλιά μες στις αγκάλες της. οι μιναρέδες στην αχλή του πρωινού, η ορθοστασία των τζαμιών μες στους αιώνες και θαλασσοπούλια. Θεέ μου πόσα θαλασσοπούλια μαζεύτηκαν στις όχθες του Βοσπόρου! Ένας μεγάλος άγριος κήπος η καρδιά της κι αποκαλύπτεται μέσα μου. Την ακούω να ζει και τη γεύομαι, σαν δροσερό καραμελωμένο κυδώνι με πυκνή κρέμα καϊμάκι.

Κι όλα τ' αρώματα του κόσμου ξεχύνονται στους δρόμους καθώς πέφτει το σούρουπο. Δεν μπορώ να κλείσω μάτι απόψε, το δωμάτιο βλέπει στο δρόμο, το κρεβάτι είναι δίπλα στο παράθυρο κι ο θόρυβος διαπερνά τις ωτοασπίδες. οι φωτεινές επιγραφές παιχνιδίζουν μεθυσμένες.

Βγαίνω πάλι έξω. νιώθω ένα ανυπόταχτο ελάφι στην καρδιά. Μια ακαθόριστη έλξη με τραβάει σ' ένα σοκάκι με χαμηλά φώτα. ο αναστεναγμός της νύχτας μετά τα μεσάνυχτα. Κάθομαι στο τραπεζάκι της γωνίας, το ζεστό μυρωδάτο κρασί γλιστράει στο στόμα, ένας ελεύθερος καλπασμός στο λαιμό. Παρασέρνομαι στην ηδονή της στιγμής, η λύτρωση του σώματος, η δραπέτευση που δίνει το ίδιο νόημα στη ζωή και στο θάνατο.

Και να η πορεία της Πόλης στον ανοιχτό ορίζοντα, να το ταξίδι των άστρων στους ατέρμονους δρόμους της, να το πλανόδιο φιλί που σφράγισε τη σαγήνη εκείνης της νύχτας, καθώς το φεγγάρι ~ σα δρεπάνι, μισοχωμένο στα νερά του Βοσπόρου, θέριζε τις τελευταίες μου αναστολές.

Κωνσταντινούπολη
Οκτώβριος, 2005

...........................................................................................................................................................................

ΗΡΘΑ ΝΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΩ, ΜΑΣΤΟΡΑ

Όλα χωρούν μες στη γραφή. Ποτάμια,
γέφυρες, βουνά. Κάμποι και συνοικίες.
Τόπος ευρύχωρος ο τρόπος να μιλήσεις.

Μιχάλης Πιερής
Τόποι γραφής
της συντέλειας

Ήρθα να προσκυνήσω, Μάστορα
ν' ανάψω το καντήλι
Τράβηξε χρόνος πολλής κι οι νύχτες απόκαμαν
Είκοσι χρόνια σε τούτο το βράχο, μόνος, δίπλα στη θάλασσα
χειμώνες με τον άνεμο να φέρνει στο κατώφλι σου τον
αντίλαλο της γης, το κύμα να τινάσσεται μέχρι την πόρτα
τα θεμέλια αναρριγώντας, κυριευμένα από την αρμύρα

Και νά, χτυπώ την πόρτα σου.
Ποιός είσαι συ που με ξυπνάς, σκούζοντας και φωνάζοντας
Ποιός άνεμος αρπάζει τα σκοινιά και με γυρνά απ' τον αιώνιο ύπνο

Μα εγώ ήρθα μόνο να προσκυνήσω, ψέλλισα, δεν ήρθα για να
ξεθάψω τη μάνητα του χρόνου, μόνο το παραθύρι σου να δω
την σκάλα που σ' ανέβαζε ψηλά και το μεγάλο πεύκο της αυλής
ακόμη ζει κι απλώνεται-
Μια πέτρα σφηνωμένη στη ξερολιθιά κι η πλάκα η πελεκητή
στον τοίχο της εισόδου, μαρτυρούν το πέρασμά σου από δω
Μα θα το πω, κι ας ακουστεί αλλόκοτο
Σε είδα σήμερα, να κάθεσαι με κείνο το συλλογισμό στα μάτια
Είδα στο χέρι σου να τρέμει το στυλό, τα χείλη να ψελλίζουν
τη γραφή και στο χαρτί να πυκνώνει να συνωστίζεται η παραγγελιά
κι ο λόγος σου σαν αστραπή, κι ύστερα, τα κακά μαντάτα
λυτρωμένα μες στον πυρετό
μα το καντήλι σου δεν έσβησε...
Χιλιάδες μάτια σκύβουν ακόμη στα γραμμένα σου
χιλιάδες χέρια ψηλαφούν, ν' αρπάξουν τα νοήματα
να πλάσουν ξέχωρη μαγιά, να ζυμωθούν μαζί σου
να φαν να πιούν απ' το αίμα σου, να πνάσει η ψυχή τους.

Αίγινα, στο σπίτι του Ν. Καζαντζάκη
Ιούνης, 2010

...........................................................................................................................................................................

ΠΗΡΑ ΠΑΛΙ ΤΟ ΔΡΟΜΟ

Πήρα πάλι το δρόμο που οδηγούσε στην καρδιά του χωριού. την παλιά γειτονιά με τα σπίτια κτισμένα το ένα πάνω στο άλλο, τα παράθυρα που ανοίγουν στις διπλανές αυλές, τις κληματίδες που διασταυρώνουν τους τοίχους και καταλήγουν ανεξέλεγκτα στα κεραμίδια, τα μπαλκόνια με τα ξύλινα χιαστί κιγκλιδώματα που αλληλοκοιτάζονται, γνωστές μνήμες από χρόνια, μυρωδιές που ενεδρεύουν, το τηγανιτό κρεμμύδι, το βραστό κρέας, το ελαιόλαδο στα τοιχώματα της ζεστής γάστρας, τα τηγανιτά κουλούρια βουτηγμένα στο έψιμο μέλι*, η ξινίλα των σταφυλιών στα μεγάλα πιθάρια, τα παστά σύκα στις πήλινες κούζες, η υγρή αφή του παστού κρέατος. και εικόνες που δύσκολα σβήνουν, το βαθυκόκκινο του κρασιού στα χείλη του ποτηριού, μόνιμα αναποδογυρισμένο στο μπουκάλι, τα απλωμένα ρούχα στο σύρμα που είναι τραβηγμένο από τη μια μεριά της εσωτερικής αυλής στην άλλη, στερεωμένο δίπλα στο φούρνο, μια σκουρόχρωμη φιγούρα που κινείται αθόρυβα στο ημίφως και κατεβαίνει στην αυλή να ηρεμίσει τις κότες.

Ήταν μια μέρα που ο ήλιος του Μάρτη κτυπούσε τα πόδια του στους τοίχους, στις στέγες, στις εξώπορτες, αφήνοντας τυπωμένο το πέρασμά του σαν οικόσημο. Ο χρόνος συμβάδιζε με την ταχύτητα. Ο ορίζοντας είχε ήδη καθαρίσει από το προηγούμενο βράδυ, αφού μια θορυβώδης νεροσυρμή που ξύπνησε ξαφνικά, γρατζούνισε το βουνό κι έπεσε με δύναμη στα ριζά του ποταμού.

Τη βρήκα να κάθετε στο ξωπόρτι. Κρατούσε στην ποδιά της ένα μεγάλο τσίγκινο δίσκο γεμάτο σιτάρι και το καθάριζε ξεχωρίζοντάς το σπυρί σπυρί. «ετοιμάζω το σιτάρι για τα κόλλυβα» μου είπε «αύριο είναι το ψυχοσάββατο». Κοιτάζω επίμονα να ξεχωρίσω αυτό, που δεν είναι σημειωμένο σε κανένα γραπτό, αυτό που από μόνο του είναι ένας ολόκληρος κόσμος, το μοναδικό, δικό της βλέμμα, το ομιχλώδες άσπρο του ματιού στη σκιά των χρόνων της. «οι ψυχές» συνέχισε κοιτάζοντας στον ουρανό «δεν βρίσκουν ανάπαυση. μια μέρα το χρόνο κατεβαίνουν στη γη και μας βλέπουν». Ένα φως αντιφέγγιζε τις σκέψεις και ο λόγος της έβγαινε σα φώσφορο. Παρατήρησα τις χοντρές φλέβες στα γέρικα χέρια της, «κατεβαίνουν στη γη και κάθονται στα κλαδιά των δέντρων. αυτή τη μέρα δεν πρέπει να κλαδεύονται τα δέντρα γιατί οι ψυχές θα πέσουν στη γη, θα πονάνε και κλαίγοντας θα λένε τα παράπονά τους για τους ζωντανούς.» Έφερα την εικόνα μπροστά μου, το θρόισμα των ψυχών ανάμεσα στα κλαδιά, τις ανάσες που δεν παύουν ποτέ να ταλαντεύονται μες στο διάστημα, μια ησυχία στο βάθος της καθημερινής κούρασης που κατακλύζει τις νύχτες, φέρνοντας στην επιφάνεια τις μαρτυρίες των πρωτινών, βγαλμένες μεσ' από τους φόβους τους.

Γαλάτα
πολλά χρόνια πίσω.

* μέλι από αμπελίσιμο σταφύλι

...........................................................................................................................................................................

ONE WAY ROAD

η καθημερινότητα, εφήμερες κινήσεις, χειρονομίες
που δεν αφήνουν ίχνη ή κι αν αφήσουν δεν έχουν σημασία.
Και επίσης το θέμα της αναμονής.
Το αίσθημα της εξαφάνισης του «εγώ» στη μεγαλούπολη,
τι λέω; Μητρόπολη όπως η Ν.Υ. 

Χρύσα Σπυροπούλου

Το Ιταλικό bakery~cafe στη γωνία της οδού Christopher, μυρίζει από απόσταση. Μπισκότα χωρίς λάδι και βούτυρο, γράφει στον τοίχο, μαλακά και εύγευστα. Κάθομαι στο τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο. Στη βιτρίνα ένα παλιό ποδήλατο, καλαθάκια με ψωμιά και μπισκότα, φύλλα και λουλούδια, δυο ηλίανθοι αποξηραμένοι, στάχια, ιταλική μουσική υπόκρουση. Ο θόρυβος της μεγάλης λεωφόρου, φτάνει σαν επιθετικό βουητό, διαπερνά το τζάμι, τον τοίχο, την πόρτα και κάθεται δίπλα μου για πρόγευμα, σίγουρα θα μείνει και για γεύμα. Είναι στιγμές που η βιτρίνα τρίζει από τον αέρα.

Παρατηρώ με ενδιαφέρον τη φυσιογνωμία του δρόμου. Η αρωματική πνοή του καταπνίγεται μες στην ταχύτητα. Μια κυρία κρατά το σκυλάκι της αγκαλιά. Ο αστυνομικός παρατηρεί την τροχαία κίνηση. H νεαρή μιλάει στο κινητό και χαμογελά. ποιός ξέρει τι διασχίζει το ασύρματο τηλέφωνο και φτάνει στο αφτί της. Η μαμά με το διπλό καροτσάκι. είναι δίδυμα. Η γιαγιά διαβάζει τη λίστα με τα ψώνια της. ο παππούς με το μπαστούνι την περιμένει υπομονετικά κι o ήχος της τρίτης ηλικίας τους ακολουθεί επίσης υπομονετικά . Ένας νεαρός παρασύρεται από τα λουριά των τριών σκυλιών που τρέχουν μπροστά του. Ο μαύρος με τα ακουστικά στα αφτιά χορεύει διασχίζοντας το δρόμο. Κάποιος με καπέλο με φτερό. Δυο μελαψές κυρίες χειρονομούν έντονα και γελούν. Τα μάτια μου μπλέκονται στον κύκλο ζωής του δρόμου, μοιράζονται την ίδια οικειότητα. τα μάτια καταγράφουν, ο δρόμος αντικατοπτρίζει το χαραχτήρα του. ένα μέσο κατανόησης αναπτύσσεται ανάμεσά μας, μια αμεσότητα για τις κινήσεις, τις αντιθέσεις, τις διαστάσεις της παρούσας στιγμής. Ένα ζευγάρι αγκαλιάζεται, σταματά και φιλιέται. Το κίτρινο ταξί κατεβάζει την κομψή κυρία. Ο κύριος μιλά στο σύρμα του τηλεφώνου του, κι εγώ, αναμένω το Μανώλη.

Τελειώνω το φρέσκο χυμό που παρήγγειλα. Μια καλοντυμένη Κινέζα με παλτό και τσάντα κούτσι. Ο νεαρός με τα πάνινα χρωματιστά παπούτσια. Κορίτσια με μίνι φούστες και ριχτά τρικά. Μια Αφρικανή κρατάει το παιδί της από το χέρι, σχεδόν το τραβάει. Μια κομψή με ψηλά τακούνια και στενό παντελόνι που σταματά κάτω απ΄ τα γόνατα. Ο καλοντυμένος κύριος με κοστούμι και παλτό με βελούδινο γιακά. Κάποιος κουβαλά σιδερένιες βέργες. Η σειρήνα της αστυνομίας. Ένας φτύνει στην άσφαλτο. Κόσμος που προσπερνά ο ένας τον άλλο χωρίς να κοιτάζονται. διανύουν αμίλητοι, τη μοναξιά του δρόμου. Μια ξανθή με φουλάρι κόκκινο, ριγέ. Ο μεσήλικας με το καπέλο ανάποδα. Κίτρινα ταξί πηγαινοέρχονται ασταμάτητα. Στο διπλανό τραπέζι δυο ʼγγλοι πίνουν καφέ λάττε και ζεστή σοκολάτα, κι εγώ, αναμένω το Μανώλη.

Ο ήλιος περνά μέσα από τα τζάμια της βιτρίνας. Κοιτάζω τα απέναντι κτίρια. τοίχοι επενδυμένοι με κόκκινο τούβλο, εξωτερικές μεταλλικές σκάλες που κατεβαίνουν από τις οροφές και σταματούν στο μπαλκόνι του 1ου ορόφου. Ένα μεταφορικό διασχίζει με ταχύτητα. Ο κάλαθος αχρήστων στη γωνία έχει γεμίσει. Δύο τουρίστες ανοίγουν τον οδηγό της πόλης και προσπαθούν να προσανατολιστούν. Ο ήλιος είναι ενοχλητικός. Οι επιγραφές στο ύψος των καταστημάτων προσφέρουν αυτό που ελκύει την ανθρώπινη ματιά. μια ιδιαίτερη πινελιά που κεντρίζει το ενδιαφέρον για το διαφορετικό. Ο κύριος με τη μικρή του κόρη βγαίνουν από το καφέ, χαιρετούν τις πρόσχαρες Ιταλίδες που σερβίρουν από το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα. Λίγο πιο κάτω, στη διπλανή στροφή, η οδός Christopher παντρεύεται με την οδό Bedford που είναι γεμάτη από πολλά μικρά καταστήματα κι ένα θέατρο.

Χτυπά το τηλέφωνο. είναι από την Κύπρο. Η γλώσσα μου μπερδεύεται με τις γλώσσες από το διπλανό τραπεζάκι. ιταλικά, αγγλικά, κάτι σαν γερμανικά ή μήπως είναι τσεχοσλοβάκικα; Τα μπισκότα μόλις βγήκαν από το φούρνο. Η μυρωδιά τους διασχίζει τα ρουθούνια, κατεβαίνει στο στομάχι. Μυρίζομαι επίσης φρεσκοκομμένο προσούτο. Μα πώς βρέθηκε το κοντέινερ αυτή την ώρα μέσα στην πόλη και σ' αυτό το μέρος; κάτι θα παραδώσει, προφανώς. Αναγνωρίζεις τόσα πράγματα μες στην ελευθερία του δρόμου, τα ξεχωρίζεις χωρίς δυσπιστία. είναι συστατικά γνώσης που σε ξαφνιάζουν όταν μια προοπτική προβάλλει σαν αναχώρηση λεωφορείου και που, δύσκολα θα μπορούσες να την ακολουθήσεις αν δεν είχες την ικανότητα να αφεθείς έστω για λίγο στην απόσυρση του νου, να καθαρίσεις τη σκέψη. Τα μαλλιά της κυρίας που διασχίζει τώρα το δρόμο είναι δεμένα σε αλογοουρά με λεπτές πλεξούδες που καταλήγουν τυλιγμένες σε χρωματιστές κορδέλες. Ένα μεταγωγικό της coca-cola. Μια όμορφη νεαρή διαλέγει μπισκότα, θέλει να τα δοκιμάσει όλα. τα σκουλαρίκια στ' αφτιά της γυαλίζουν σαν τα μάτια της... κι εγώ, αναμένω ακόμη το Μανώλη.

Greenwich Village, Ν.Υ.
Νοέμβρης, 2010