«Η πόλη δεν θέλει συστάσεις»

Πρόσκληση, Λευκωσία
Πρόσκληση, Λευκωσία

Φίλες και φίλοι
Αγαπητή Λίλη

Πόσο φανερά ευτυχισμένη νιώθω απόψε που μου προσφέρεται η ευκαιρία να σας μιλήσω για μια «Πόλη που δε θέλει συστάσεις», και για πόλεις, μακρινές και ονειρεμένες που βρέθηκαν στο διάβα της φίλης μου. Πόλεις, πρόσωπα και προσόψεις, πάθη, περιπέτειες, ποιητές και πεζοπόροι, πλατείες, πύργοι, παλάτια, πλήθη, περιέργεια, πόνος, πέτρες πελεκητές, προσκήνυματα, πολιτισμός, ποτάμια, πλοία...όλα από Π κεφαλαίο, όπως η ΠΟΛΗ.

Γιατί τι είναι οι πόλεις, φίλοι μου, παρά ένα αμάλγαμα από αισθήσεις, μυρωδιές, κτίσματα, ανθρώπους, ήχους τωρινούς και χθεσινούς, ένα πέταγμα ψυχής «άνευ αναστολών»; «Η ωραιότερη ώρα να δεις την πόλη είναι όταν δεν σε βλέπει» γράφει η Λίλη.

Βάλσαμο, το βιβλίο σου Λίλη, σε τούτες τις άχαρες ώρες όπου οι δικές μας πόλεις έχασαν από τη μαγεία και την αναπνοή τους και έγιναν αδέξιες και ακαλαίσθητες αρένες. Μπόρα είναι θα περάσει όμως...

Διάβασα το βιβλίο της Λίλης ένα μουντό και φθινοπωρινό απόγευμα, με βρήκε η νύχτα και λυπήθηκα που τέλειωσαν οι σελίδες του. Το κράτησα προσκέφαλο και πριν κοιμηθώ κάθε βράδυ ξαναδιάβαζω κομμάτια, και φεύγω, ταξίδευω, χανόμαι παρέα με τη φίλη μου, στο βουητό και τη σιωπή, στα χρώματα και τα αρώματα, σε λεωφόρους και σοκκάκια: Το χάραμα στη Δαμασκό, το λιόγερμα στην Πόλη, κι ανάμεσά τους, η Νέα Υόρκη, το Αμστερνταμ, το Γιοχάνεσπούργκ, η Βουδαπέστη, οι Βρυξέλλες, η Βηρυτός, η Στοκχόλμη, το Νέο Δελχί, η Βιέννη, το Όσλο, η Αίγινα, αλλά και η Γαλάτα, το Φικάρδου, η Χρυσαλινιώτισσα.

Και αίφνης ο κόσμος μας «αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας», σμικραίνει, αποκτά διαστάσεις γνώριμες, οι αφηγήσεις αναιρούν τις αποστάσεις. Η Ανατολή σμίγει με τη Δύση και το βόρειος Σελας, η Νέα Υόρκη γίνεται μια μεγάλη πολύβουη λεωφόρος a one way road, όπως λέει η συγγραφέας, ενώ τα Κύθηρα και η Αίγινα παραμένουν ανέλπιστα γαλάζια και δικά μας. Η Λίλη περπατεί, περιπλανάται, χαιδεύει, αφουγκράζεται, αποκαλύπτει κρυφές ματιές, αναζητά απαντήσεις, κοντοστέκεται να καταλάβει.

Γιατί η πόλη, η όποια πόλη, αγαπητοί μου είμαστε εμείς. Οι άνθρωποι είναι η ψυχή της. Γι'αυτό η πόλη δε θέλει συστάσεις, γιατί είναι αντανάκλαση και καθρέφτης ταυτόχρονα του σώματος και της ψυχής μας, είναι η είσοδος και η έξοδός μας, το πρώτο και το τελευταίο μας αποτύπωμα. Η μόνιμη, αδειάληπτη και σταθερή μαρτυρία της ύπαρξής μας όπου δε έχει λόγο ούτε η απάτη, ούτε το ψέμα.

Για τη συγγραφέα οι πόλεις δεν είναι συντεταγμένες και ανάγλυφες γεωγραφικές ενότητες με όρη, πεδιάδες και ποταμούς. Ούτε είναι αναφορές σε χάρτες, χιλιόμετρα, αξιοθέατα και μνημεία. Οι πόλεις δεν αιωρούνται στο άπειρο, είναι τα βήματα και τα προσωπικά μας βιώματα, τα ξινά και τα γλυκόπικρα, οι «στιγμιαίες ηδονές», είναι το πέρασμα από κάθε τόπο, σε συγκεκριμένη στιγμή της μέρας και της ώρας. Η Λίλη δεν περιγράφει την πόλη, περιγράφει τα σώψυχα της πόλης που μπλέκονται σε ένα αένεο χορό με τα δικά της. «Όλα τα πρόσωπα της πόλης προβάλλουν μές στα μάτια μου. Οσα βλέπω και όσα άλλα ονειρεύομαι. Ένα φιλί σ'όλα τα χείλη της, μια αγκαλιά μες στις αγκαλιές της. Οι μιναρέδες στην αχλή του πρωινού, η ορθοστασία των τζαμιών μες τους αιώνες, και θαλασσοπούλια. Θέε μου, πόσα θαλασσοπούλια μαζεύτηκαν στις όχθες του Βοσπόρου»! Η περιγραφή της για τη Βασιλεύουσα είναι πέρα για πέρα ερωτική, η περιγραφή της για τη Νέα Υόρκη είναι γεμάτη αγωνία και ερωτηματικά, ενώ αυτή για το Νέο Δελχί είναι συγκλονιστική: «Και συλλογίζομαι πώς, αλήθεια να καταγράψω αυτή τη θύελλα που εκτυλίσσεται γύρω μου, να περιγράψω τα υγρά μάτια των παιδιών που ζητιανεύουν στους δρόμους, τους ανθρώπους αεικίνητους μπόγους, την ταραχή που ένιωσα διασχίζοντας το κρεματόριο για να φτάσω στην όχθη του ποταμού όπου δεκάδες ανθρώπινες φωτιές επέπλεαν ειρηνικά στην ισορροπία των νερών».

Η Λίλη συνεχίζει να περπατά τις πόλεις, ώρες, μέρες, χρόνια, την άνοιξη, το φθινόπωρο, τον χειμώνα, το καλοκαίρι. Συνεχίζει να βλέπει, να παρατηρεί, να καταγράφει. Φορές κοντοστέκεται, κάποτε απομακρύνεται, πιο συχνά γυροφέρνει και ψάχνει. Όχι την ιστορία, όχι το άχρονο χθές, αλλά αυτό που αποκαλύπτεται διάπλατα και απροκάλυπτα μπροστά της. Τον κτιστό και τον άκτιστο χώρο όπου κοινός παρονομαστής δεν είναι παρά ο άνθρωπος, αυτός που με το ένα χέρι κτίζει και με τ'αλλο καταστρέφει, αυτός που ερωτεύεται, αυτός που γράφει στο λιγοστό φως του βορρά κι αυτός που λιάζεται στον ήλιο και στα πάθη της Ανατολής.

Ο λόγος της οπτικός, κάθε σελίδα είναι μια απεικόνιση, περπατάς μαζί της, ακούς το πλήθος, νιώθεις το βουητό του δρόμου, την ηρεμία του ποταμού, την αναπνοή του ποιητή.

Το βιβλίο αγαπητοί φίλοι δεν ξέρω αν θα πρέπει να το κατατάξουμε στη πεζογραφία ή στην ποίηση. Εμπεριέχει και τα δυο, η αφήγηση ρέει, γίνεται ρίμα και στίχος, μαγεύει και παρασύρει τον αναγνώστη πέρα από τα ίδια και τα τετριμμένα, τον ρίχνει σε άλλους χώρους, μαγικούς, φορές ξένους, φορές οικείους.

Περπατήστε μαζί της από τη θαλπωρή του σπιτιού σας στα πολύβουα σοκάκια της Δαμασκού και στα μουσεία της Φλωρεντίας, μοιραστείτε μαζί της μια βόλτα στο υγρό τοπίο του ʼμστερνταμ ή στην τρελλή Νέα Υόρκη, και αφεθείτε στη μαγεία του Δούναβη και της Βιέννης. Αφήστε τελευταία την περιγραφή της για τη Γαλάτα. Εκεί η Λίλη επιστρέφει και γεύεται τη σαρκική της σχέση της με τον γενέθλιο χώρο. Για μένα είναι το πιο τρυφερό κείμενο, αυτό που βγαίνει άμεσα από τη ψυχή της.

Και τέλος ένας έπαινος για την κομψή εμφάνιση του βιβλίου. Αρτια εκτυπωμένο, είναι από μόνο του ένα έργο τέχνης. Το εξώφυλλο του ενδεικτικό του περιεχομένου με ένα πίνακα του Νίκου Μιχαηλίδη.

Χαρείτε το

Σας ευχαριστώ

Άννα Μαραγκού
Αρχαιολόγος, Ιστορικός Τέχνης