athens

Τα αποσιωπητικά και η σιωπή

Η Λίλη Μιχαηλίδου ζει και εργάζεται στην Κύπρο, ωστόσο οι προσλαμβάνουσές της ξεπερνούν τα στενά όρια του νησιού και η προβληματική της δεν περιορίζεται στη γνωστή θεματολογία που αφορά στο ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου της. Φαίνεται ότι οι αναγνώσεις και η ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία της την οδηγούν σε ατραπούς πιο εσωτερικές, περισσότερο υπαρξιακές. Την πρώτη ποιητική συλλογή της την εξέδωσε το 2001 με τον τίτλο Η Αλχημεία του Χρόνου, ακολούθησαν οι συλλογές Ανάγλυφα Σχήματα και Δρόμοι το 2003 και η Ανάμνηση μιας Ανατολής το 2004. Οι προηγούμενες, όπως και η πρόσφατη με τον τίτλο Υπαινιγμοί, χαρακτηρίζονται για την χαμηλών τόνων διάθεση, για την αφομοίωση των συμβάντων που μετατρέπονται σε εικόνες και συναισθήματα. Εδώ, στο τελευταίο της έργο επιτείνεται ακόμα περισσότερο αυτή η εμμονή, ενώ παράλληλα μέσω υπαινικτικών ακολουθιών ανιχνεύεται ο άγνωστος έτερος, καταγράφονται πόθοι, διαψεύσεις καθώς και συναισθηματικές διακυμάνσεις.

Ο λόγος είναι κοφτός, ενίοτε γίνεται λυρικός, με τόνους μελαγχολίας, που οι απαρχές του φαίνεται να βρίσκονται στις διεργασίες του ασυνειδήτου και του ονείρου. Τα περισσότερα ποιήματα είναι ολιγόστιχα, υπαινικτικά, άλλωστε ο τίτλος της συλλογής είναι σαφής, όπως και το μότο, το οποίο είναι απόσπασμα από διάλεξη του Μπόρχες με τίτλο "Το πιστεύω ενός ποιητή", Η Τέχνη του Στίχου : ‘ Τώρα έχω φτάσει στο συμπέρασμα(και το συμπέρασμα αυτό μπορεί να ακούγεται λυπηρό), πως δεν πιστεύω πια στην έκφραση: πιστεύω στον υπαινιγμό... Η ποίηση εξάλλου είναι "αινιγματώδης" σύμφωνα με τον Πλάτωνα(Αλκιβιάδης Β, 147b) ή όπως παρατηρούσε ο Ουγκαρέτι ο ποιητής στον λόγο συμπυκνώνει την ψυχή του, τις γνώσεις του και εκφράζει τα μυστικά του, τα οποία ανασύρει από την ανωνυμία και τα καθιστά κοινό αγαθό.

Η μικρή φόρμα, η οποία χρησιμοποιείται από την Μιχαηλίδου είναι στιγμιότυπα συναισθημάτων, διαθέσεων, που προκύπτουν από τη μοναξιά, την αναζήτηση του άλλου, την απουσία του, τη διάψευση των προσδοκιών. Εικόνες από το παρόν ανασύρονται, λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ εκφράζονται εκ των υστέρων ως απλές νύξεις: "Πάλι αυτό το μαύρο φίδι να μου ζώνει το λαιμό/ μάταια πάλευα με το λόγο- με το θυμίαμα/ να ξορκίσω το κακό/ να ξεριζώσω τις εμμονές/ μάταια κι όλες οι θυσίες/ τα μοιρολόγια/ να εξαγνίσω το ερημητήριο σκοτάδι.. Το παιχνίδι, όμως, με τις λέξεις τείνει στην αλληλοαναίρεσή τους με αποτέλεσμα οι εις εαυτόν συνομιλίες να καταλήγουν στη σιωπή και τα αποσιωπητικά ή όπως το θέτει η ποιήτρια: Δεν θ' αφήσω τη σκόνη να στοιβάζει/ ψεγάδια/ θέλω να θυμάμαι την αγωνία του χαδιού/ καθώς γλιστρούσε ανυπόμονα/ στα κρυφά σημεία στίξης/ να ξεχωρίζω θέλω το ρίγος/ στις εκτάσεις των αποσιωπητικών..
Συγκαλυμμένα ερωτική η φωνή της Μιχαηλίδου μεταδίδει το πάθος που της προκαλεί η φύση, η επαφή της με τον άλλον, οι εκλεπτυσμένες χειρονομίες.

Χρύσα Σπυροπούλου
Φιλόλογος-Συγγραφέας

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Κείμενο του Βασίλη Καλαμαρά στην Ελευθεροτυπία

ΛΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ
Υπαινιγμοί
ΕΞΩΦΥΛΛΟ: ΜΕΛΙΝΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ
«ΜΕΛΑΝΙ»



Ο υπαινιγμός της Κύπριας ποιήτριας είναι μπορχεσιανής αφετηρίας. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι προτάσσεται ένα απόσμασμα από τη διάλεξη του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Το πιστεύω ενός ποιητή». Κρατάμε από αυτό ένα κομμάτι που φωτίζει και τις προθέσεις της Λίλης Μιχαηλίδου: «Νομίζω πως μπορούμε μόνο να υπαινισσόμαστε, πως μπορούμε να κάνουμε τον αναγνώστη να φαντάζεται. Ο αναγνώστης, αν είναι αρκετά εγρήγορος, μπορεί να ικανοποιηθεί με την απλή νύξη ενός πράγματος...». Ομως εδώ έχουμε να κάνουμε με τον υπαινικτικό των υπαινικτικών, τον έρωτα, όταν δεν χωράει στην εξομολόγηση, και παραμένει κεκλεισμένος στην εν κρυπτώ δέσμευσή του. Η φύση καλείται να πάρει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, γιατί η ένταση εκτονώνεται, όταν γίνεται ένα σύννεφο, που παρασύρει ο βοριάς ή ένα φεγγάρι στην πανσέληνό του, όταν φωτίζει τα θερισμένα σπαρτά. Ιδού το ενωτικό των σωμάτων ύδωρ: «αρκεί που θα προλάβουμε/ στο χείλος του νερού/ να με φιλάς να μου μιλάς/ ώσπου να δύσει ο ήλιος...».

Πόσες δύσεις θυσιάστηκαν στο πέρας τις ημέρας και πόσοι ερωτευμένοι περίμεναν το τέλος του ήλιου, για να αναλυθούν σε κλάματα χαράς, όταν η ικανοποίηση δεν έχει λόγια, αλλά ανείπωτη σιωπά.

Τα αποσιωπητικά είναι η φλυαρία της σιωπής, γιατί κι αυτή κουράζει στην υπερβολή της.