alchemy

Η Αλχημεία του Χρόνου

Μεθοδεύοντας τις γραφές
νήστευε τον παρόντα χρόνο...

Με εφτά λέξεις η Λίλη Μιχαηλίδου δίνει τον ορισμό του συγγραφέα, του ανθρώπου που καταπιάνεται με τις γραφές, που καταπιάνεται τόσο ώστε να "νηστεύει" τον παρόντα χρόνο, να περνά δηλαδή τον καιρό του σκυμμένος πάνω απ' το χαρτί αντί νάναι σκυμμένος πάνω απ' την ερωμένη του.

Όταν πήρα το βιβλίο της Η Αλχημεία του Χρόνου στα χέρια μου, εγώ, ένας ανειδήμων της ποιήσεως, φοβήθηκα ότι δεν θα 'χα το κουράγιο να εμβαθύνω στα γραφτά της. Γιατί η ποίηση είναι είδος αποσταγματικό, και όπως μπορείς να καταστρέψεις το άρωμα ενός Mat ουίσκι σερβίροντάς το με παγάκια, έτσι θα μπορούσαν τα μυωπικά μάτια μου που έχουν συνηθίσει στην πεζογραφία να ποδοπατήσουν τα δικά της λεπτά άνθη.

Δισταχτικά επομένως μπήκα στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ της. Όμως τα νερά ήταν μαγικά. Κοντολογίς, είδα το φως μου. Οι λέξεις της άγγιξαν τα μάτια μου με φτερά πεταλούδας. Οι εικόνες της μου έδωσαν οράματα κόσμων άλλων. ʼκουσα μουσικές εξαίσιες, που θάλεγε ο ποιητής. Προσκλήθηκα σε γεύμα αμβροσιακό από μια κυπρία Κίρκη. Μεταμορφώθηκα προς το ευειδέστερον – χωρίς ωστόσο να επανακτήσω την αείποτε πλούσια κόμη μου- κι έμεινα να διαβάζω ξανά και ξανά τους στίχους της ενώ το Κοράκι του Έντγκαρ Άλαν Πόε μάταια ψέλλιζε Nevermore, πάνω απ' το μπούστο της λογίας Αθηνάς.

Γιατί υπέστην εγώ, μεσόκοπος άνθρωπος με μεγάλη πείρα ζωής τούτη την αλλαγή. Επειδή ο λόγος της είναι κατ' εξοχήν ερωτικός. Δηλαδή ζώη. Ζωή πηγαία και αναβλύζουσα. Πάλλονται οι λέξεις της από ρίγη αισθήσεων ηδονικά κι εσύ ριγείς μαζί. Με δυο λόγια, θάθελες να τα 'χεις ζήσει όλα αυτά που διαβάζεις και που διαβάζοντάς τα φαντασιώνεσαι.

Τον αποπλάνησε κοντά στο σούρουπο γράφει σ' ένα ποίημά της η λεξιλάγνα Λίλη. Ποιος ήταν αυτός ο αποπλανημένος. Τον ζηλεύω, ομολογώ. Γιατί, τι ωραιότερο, και να 'χεις αποπλανηθεί από την ποιήτρια και να 'χεις χαραχτεί αιώνια σε βιβλίο!

Άρης Σφακιανάκης, Συγγραφέας



Δέθηκαν κόμπο τα μαντίλια των τσιγγάνων
συρρικνώθηκαν στις όχθες των χειμάρρων
από τις πλημμυρίδες
κόπος βαρύς το μάζεμα των λιγοστών αχτίνων
για κτίσιμο της μέρας
μια η φωνή απ΄το βαθύ πηγάδι των απόντων
χοντροί οι ρόζοι στο μυαλό των παραμορφωμένων
υποπόδιο για τις άνετες σοφιστείες

Στο πένθος της ομίχλης ο ρους των αποστάσεων
απ' το μεγάλο δρόμο.

Δεν είναι πλέον μπορετό να ζήσουμε σε στάχτες
θα ψάξουμε για ψήγματα ζωής
χωρίς υποτροπή
υφάδι ατελείωτο σε σταθερό στημόνι.


Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Γκοβόστης η ποιητική συλλογή της Λίλης Μιχαηλίδου Η Αλχημεία του Χρόνου.

Διαβάζοντας τα ποιήματα, πρώτα απ' όλα κατάλαβα πως η αλχημεία, μερικές φορές, είναι μια θετική διεργασία. Θα έλεγα και γοητευτική, όταν έχει να κάνει με μια τρυφερή και ευαίσθητη γραφή όπως αυτή της Λίλης Μιχαηλίδου, που μας παίρνει με τους στίχους της σε κόσμους πραγματικούς και φανταστικούς, σε κόσμους που το χτυποκάρδι της αναζήτησης δεν θα πάψει ποτέ να χτυπά.

Το έχω γράψει πάμπολλες φορές. Στις μπερδεμένες εποχές που ζούμε, έχουμε ανάγκη την ποίηση, όπως έχουμε ανάγκη το νερό, τον αέρα, ένα φύλλο γιασεμιού, τη στιγμή που απειλούμαστε με κατάρρευση.

Δε λέει να ξημερώσει
κι όλο σκιές
φαντάσματα από ξέχωρους πυλώνες
νάτην
μες στο πλατύ σαλόνι, φοβισμένη
στο έρμαιο των ανέμων
από στόματα μισάνοιχτα
περιτριγυρισμένη από κουφάρια

επέλεξε να μείνει
κι ήτανε μόνη όταν εβγήκε το επόμενο φεγγάρι.

Αλλά αναρωτιέμαι κάπου κάπου, τι άλλο από σκιές και φαντάσματα υπάρχουν γύρω μας. Ο γείτονας που μας γυρίζει την πλάτη δεν είναι μια σκιά, ο φίλος που μας καρφώνει το μαχαίρι της προδοσίας δεν είναι ένα φάντασμα. Αλλά εμείς, σχοινοβατούντες ανάμεσα στο θέλω και το μπορώ, δεν είμαστε αλήθεια σκιές των φαντασμάτων.

Αλήθεια ο έρωτας είναι ποίηση; ας δούμε τι λέει με στίχους πυκνούς σαν σωρούς από άμμο η ίδια η ποιήτρια.

Δύο η ώρα το πρωί
στρωμένη η νύχτα από βραδύς
κι η σιγή ακάλυπτη

Ξύπνησαν οι αισθήσεις των αγγέλων
πλάθουν τα χέρια μιαν ανάγκη
ν' αγγίξουν ν' αγγιχτούν
βγαίνουν οι νύμφες για χορό
κι οι νότες σκάβουν τον ορίζοντα

Στον τεντωμένο ίλιγγο ακροβατεί η έκσταση
στη θεία μυσταγωγία των αισθήσεων.

Μερικά τουλάχιστον από τα ποιήματα της συλλογής έχουν μιαν εκπληκτική ταύτιση με τις εικόνες που φυτρώνουν τα τελευταία χρόνια, ανατρέποντας ουσιαστικά τη δομή μιας κοινωνίας που, πια, προσπαθεί να εξαγοράσει ακόμα και την πλήξη της.

Χωμένη στην απόσταση
η μέρα αφαιρεί τα νυχτικά της
και δραπετεύει τα χαράματα
αφανέρωτο το ολονύχτιο πάθος

Χοντρές σταγόνες
λαμπυρίδες του έρωτα
διάνθισμα στη σχισμή του στήθους
αμάραντη μυρουδιά στο δέρμα της επόμενης μέρας
και της επόμενης και της επόμενης.


Γλυκιά Τετάρτη

στης ηδονής την μεσημβρίαν
ανελήφθης
καθώς αδιάφορο το σκοτεινό δωμάτιο
άνοιξε τα παντζούρια

Ανοίξτε κι εσείς τα παντζούρια. Θ' αντικρίσετε ένα φως, το φως της ποίησης το φως του στοχασμού, το φως της αλήθειας που εκτοξεύεται σαν πίδακας πάνω στην αδράνεια και την παθητικότητα. Κι αν καραδοκεί σε κάποια γωνιά ο πόνος, μην τον παίρνετε πολύ τοις μετρητοίς, γιατί

Τη νύχτα που ξαναζωντάνεψε ο πόθος
κι ο πόνος σκάλιζε την αφορμή
και μύριζε νωπά φιλιά και ώρες περασμένες

Όταν τα μάγια ανεμίζαν στον ιστό
και στις σελίδες καταγράφονταν η μέρα
τότε
που απ΄ τον πόθο
άρμεγες πόνο.

Ανδρέας Κούνιος, Δημοσιογράφος



Ιδιωτικό

Έκρυψε τη μυρουδιά
απ' το κρεμάμενο πουκάμισο
κι απόσωσε το σκοτάδι
στην είσοδο της γραφής

Το φέγγος της μέρας
απέμεινε λειψό

ένα άδειο αγκάλιασμα
ίχνη κι απομεινάρια έρωτα ξένου


O Aναγνώστης

Eίσαι ο αναγνώστης
o γνώστης της νύχτας και των αστεριών
της μέρας και του ήλιου
του σύννεφου, της αστραπής
της αλυσίδας της βροχής
του αέρα και του κεραυνού
της σκόνης και της άμμου
του ορίζοντα και τ' ουρανού
και των ασμάτων του γιαλού
των μεγαλόπρεπων βουνών
της νηνεμίας των στιγμών
της δόνησης των στεναγμών
του έρωτα και της σκιάς
του πόνου, του θυμού και της φωτιάς
του μυστηρίου του άσπιλου παιδιού
και της ωραίας κόρης, του λαιμού
του μάταιου, του παράδοξου το συναπάντημα
και του θανάτου το πυκνό σκοτάδι
των λουλουδιών και των πουλιών
των δέντρων και των κέντρων
όρασης των ματαιόδοξων θνητών

Eίσαι ο αναγνώστης
ο σωτήρας των ιδιωτικών στιγμών
του ωραίου, του αλλιώτικου
του τραγουδιού του αιώνιου
του ρυθμικού παλμού
του χτύπου της καρδιάς
του αοράτου κάλλους
των ξεχασμένων ποιητών


Γητευτής
                                   στον Άντη Iωαννίδη

Xάραζε γραμμές στο πέρασμά του
εραστής
στη μειοδότηση των λόγων
Έντεχνος γητευτής
προάγγελος μειλίχιων καιρών

Mεθοδεύοντας τις γραφές
νήστευε τον παρόντα χρόνο

Στο απροσπέλαστο γυαλί του λογισμού
αναδύθηκε έως τα φατνώματα τ' ουρανού

μ' έναν ορίζοντα κάτω από τα πόδια του


Πόνος

Tη νύχτα που ξαναζωντάνεψε ο πόθος
κι ο πόνος σκάλιζε την αφορμή
και μύριζε νωπά φιλιά και ώρες περασμένες
Όταν τα μάγια ανεμίζαν στον ιστό
και στις σελίδες καταγράφονταν η μέρα

Tότε
που από τον πόθο άρμεγες πόνο.


Λεξιλάγνα

Την ανέβασε στον άμβωνα
και όντας ο μόνος θεατής
ξεδίπλωσε τα χέρια και τα πόδια του στο χώρο

Την έβλεπε κάπου ανάμεσα στα χείλη και στα μάτια της
και σκάλωνε η σκέψη του στην αντανάκλαση
που φώτιζε το πρόσωπο
Τα χέρια συγκρατούσαν τον καιρό
που ξέφευγε ανάμεσα στα δάχτυλα

Η νύχτα μες στο στόμα της γλυκό μανταρίνι
ν' απλώνεται στης γλώσσας της τ' αυλάκια
Το στρογγυλό του φεγγαριού καρφωμένο
τσιμπίδα στα μαλλιά της

Κι αυτός παρασυρμένος τράβηξε με πάθος
τις αχτίνες αφήνοντας λυτές στη βάση του ορίζοντα
τις μπούκλες της

Τον αποπλάνησε κοντά στο σούρουπο
Κυλούσε πια μέσα στη μοίρα της στιγμής
ανάμεσα στα πόδια και τα χέρια της παλεύοντας με το νερό
που κάλυπτε το χώρο της ορμής της

Μια λεξιλάγνα, που ακουμπούσε τις οπλές της
στο βάθος των αισθήσεων
του άμβωνα της φαντασίας του.