Αγαπητοί φίλοι

Ένα βιβλίο είναι ένας κόσμος μας έλεγαν οι γονείς μας...

Όταν η Λίλη μου έδωσε με περηφάνια ένα από τα πρώτα αντίτυπα της Αρένας, και πριν καν το φυλλομετρήσω, ένιωσα μια πρωτόγνωρη φρεσκάδα. Το εξώφυλλό του βιβλίου μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση...Ένιωσα ότι ήταν διαφορετικό, πετούσε, έφευγε από τα όρια της σελίδας, τα όρια του χαρτιού. Από εδώ, λοιπόν θα ξεκινήσω τη βιβλιοπαρουσίασή μου και ευχαριστώ τη Λίλη που μου πρόσφερε αυτή την ευκαιρία.

Το εξώφυλλο της Αρένας είναι έργο της κόρης της Λίλης, της Αννης, που βέβαια γνωρίζει και συμβαδίζει στις αναζητήσεις της με τη μητέρα της. Διαβάζοντας στη συνέχεια την ποιητική συλλογή κατάλαβα την απόλυτη σύνδεση και αρμονία του εξωφύλλου και του περιεχομένου. Και βέβαια άρτια τυπωμένο, από τις εκδόσεις Μελάνι και το προσωπικό άγγιγμα στην επιμέλεια από τη Πόπη Γκανά. Είναι χαρά να βλέπεις μια τόσο καλαίσθητη δημιουργία. 115 σελίδες ποιητικές με λόγο γλαφυρό που ξεχειλίζει προσωπική κατάθεση, τελικές σημειώσεις για την αρτιότερη αντίληψη των εννοιών, ιδιαίτερα για αναγνώστες που δεν γνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες του τόπου μας.

Η Αρένα της Λίλης είναι ένας κόσμος, πολύβουος, πολύχρωμος, αθέατος και ταυτόχρονα μυστικός, όπου όλα συνομιλούν και όλα συνυπάρχουν: Το όνειρο, ο ουρανός, οι άνθρωποι, τα κτίσματα, τα πουλιά τα δέντρα....Αυτό είναι το βιβλίο αγαπητοί φίλοι, μια αρένα συναπαντήματος, αισθημάτων, χρωμάτων, λέξεων, ένας κόσμος που ρέει «κλωνάρια, φύλλα, πέταλα», από τις παλάμες της Βαρκελώνης στη Γαλάτα, από το Γερεβάν στην αρχαία Ολυμπία. Πολλές φορές διερωτήθηκα, γνωρίζοντας και το υπόλοιπο έργο της Λίλης, τόσο το ποιητικό όσο και το πεζό, αν αυτή η δύναμη της γραφής, αυτή η δυνατότητα αγγίγματος και αγκαλιάσματων των πάντων με λέξεις θα ήταν πραγματοποιήσιμη αν πίσω από τη Λίλη δεν στεκόταν αυτό το απόλυτο, δυνατό, στιβαρό και ακλόνητο που λέγεται Γαλάτα, κα ʼννα, Μεγάλη Βδομάδα, προζύμι, κεντήματα της μάνας, σταυροβελονιές, κοπτά, ανεβατά και ποταμοί. Αν αυτές οι χαράξεις της ζωής της, αυτές οι μνήμες, οι μυρωδιές, δεν είναι εκείνες που τη βοήθησαν να πετάξει σε μακρινούς ουρανούς, να γνωρίσει ανθρώπους και τόπους, γιατί όπως λέει και η ίδια «όλοι οι άνθρωποι είναι γη».

Η ποιητική συλλογή Αρένα της Λίλης Μιχαηλίδου, μας προσφέρεται σε μια υπέροχη παιχνιδιάρικη ελληνική γλώσσα, αλλά και στην αγγλική με την καταπληκτική μετάφραση του David Conolly.  Η ποιητική συλλογή είναι χωρισμένη σε πέντε μέρη, με λόγια που γονατίζουν χείλη, είναι ενότητες αισθημάτων, περάσματα φωτός, παράθυρα που ανοίγουν προοπτικές, και μοιάζουν ν' απελευθερώνουν έναν ουρανό.

Η πρώτη ενότητα φέρει τον τίτλο «της νύχτας» και αποτελείται από 6 ποίηματα που θα τολμούσα να χαρακτηρίσω ως περιγραφικά απροσδόκητα, δικά της...αισθήματα μοναξιάς, κρίσης, θλίψης, ερωτημάτων.  Ταξινομεί η Λίλη το σώμα της σε σχέση με τον κόσμο.  Πάλι η άμμος από την Αφρική – όπως κάθε Μάρτη, γράφει. Από τους στίχους γνωρίζουμε άτομα και χώρους, γεγονότα, σκιές γενιών που πέρασαν, ενώ το σπίτι μου μοιάζει με πλεούμενο στη ξηρά, ένα καράβι που ταξιδεύει στις πλαγιές του Τροόδους.

Η δεύτερη ενότητα φέρει τον τίτλο «μικρές παύσεις» και αποτελείται από 12 μικρά ποιήματα, παύσεις ερωτικές, αληθινές, σημάδια στο σώμα που γίνονται από αμμόλοφους, θάλασσες, και αρμυρίκια. Ίσως ποιήματα γραμμένα από μάτια γεμάτα εικόνες βόρειες και νότιες, από παλιά ημερολόγια, από αναστεναγμούς και θύμησες.
Το όλο να συνοδεύεται από ήχους μουσικούς και ερωτικούς, σελίδες με χλωμά νοήματα και αναμονές... μοίρα και κυματισμοί να μπερδεύονται και να αφήνονται απαλά, όπως λέει ή ίδια,  στην τράπεζα των καταθέσεων.

Η τρίτη ενότητα έχει κάτι το απόλυτα δικό μας. Τιτλοφορείται «διαχωριστική γραφή» και αποτελείται από 6 ποιήματα που αναφέρονται σε βιώματα και ανθρώπινες υπάρξεις. Ίσως η μαγεία της άλλης πλευράς της πόλης, η αναζήτηση για να ξαναβρούμε την αρχή μας, μια περιδιάβαση αχνή στο νου και στη ψυχή, στην απώλεια ενός κομματιού του σώματος όλων μας που γίνεται ανυπόφορη ιδίως όταν πέφτει το σούρουπο. Το χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα έχει φουσκώσει χρόνο με το χρόνο και έχει γίνει ένα τεράστιο αερόστατο πάνω από την πόλη που κρύβει τον ήλιο.. ενώ νιώθουμε όλοι ότι το νησί είναι αιχμάλωτο μέσα στην ομίχλη και το χιόνι. Τόσο η πόλη όσο και εμείς είμαστε εξαντλημένοι. Ένας λόγος που εκφράζει τον καθένα μας, ένας λόγος που αποκαλύπτει την οργή της απόγνωσης όλων μας ενώ ακούγεται από την αντίπερα όχθη των τειχών η προσευχή του μουεζίνη.

Στο προτελευταίο κεφάλαιο στις «επί σκέψεις» η Λίλη Μιχαηλίδου γίνεται διαλεκτική, έχει ανάγκη ενός διάλογου, αναζητεί απαντήσεις, στους κραδασμούς που παράγει ο χώρος, όχι ο οποιοσδήποτε χώρος. Ο ιστορικός χώρος, η Αίγινα, η Αρχαία Ολυμπία, το Γερεβάν τους οποίους αντικρίζει κατάματα, και προσπαθεί να βρει άκρη σε θολές ιστορίες που καταγράφονται σε ανθρώπινες φιγούρες. Έχουν μια αγωνία τα ποιήματα της τελευταίας αυτής σειράς, τα περισσότερα γράφονται έκτος του γενέθλιου χώρου. Θα ήθελα όμως να σταθώ στο τελευταίο ποίημα αυτής της συλλογής με τον τίτλο «Κλωνάρια, φύλλα, πέταλα» γραμμένο στο μεταλλείο του Αμιάντου, ποίημα που αποκαλύπτει πόσο βαθιές είναι οι ρίζες που ενώνουν τη Λίλη αλλά και όλους εμάς μακροπρόθεσμα με αυτό που αποκαλούμε γη, αφού βέβαια χορτάσουμε από όλα τα άλλα τα σημαντικά και τα ασήμαντα.

Η τελευταία ομάδα ποιημάτων φέρει τον τίτλο «της μέρας» και είναι εξολοκλήρου αφιερωμένη στη Βαρκελώνη. Μια πόλη που μπήκε στη καρδιά και στο μυαλό της Λίλης, ίσως γιατί μετέχει της Μεσογείου και αυτή, αλλά με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο. Περιγράφει τις μέρες της εκεί, στις πλατείες της, στους δρόμους που οδηγούν στη Μπαρτσελονέτα, στο Μουσείο Πικάσο, στη Σάντα Μαρία δελ Μαρ, σ' αυτές τις θάλασσες τις κοινές, στην ανοιχτοσύνη της πόλης, μιας πόλη απίστευτα ερωτικής που σε ρίχνει σε μια μεγάλη αρένα, με μόνο αντίπαλο τον εαυτό σου.   

Αυτή είναι η Αρένα της Λιλης Μιχαηλίδου αγαπητοί φίλοι. Χαρείτε την, διαβάστε την στο φως της πόλης μας, το σούρουπο καλύτερα, ή ακόμη σε μια παραλία, με τα πόδια χωμένα σε ζεστή άμμο.

Ευχαριστώ Λίλη που μου πρόσφερες απλόχερα τον κόσμο σου, και ευχαριστώ εσάς που με ακούσατε.

'Αννα Μαραγκού
Αρχαιολόγος, Ιστορικός Τέχνης