Γιώργος Φράγκος, δημοσιογράφος, ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας

(Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ Δευτέρα, 05 Οκτωβρίου 2015)
Λίλη Μιχαηλίδου: «Αρένα», εκδόσεις Μελάνι, 2014
Κορυφώσεις ενδοσκοπικού χαρακτήρα

Στις θεματικές της Λίλης Μιχαηλίδου συνυπάρχουν, στο ίδιο ποίημα, η επικαιρότητα με την ποιητική ή ακόμα και άλλες υποθεματικές ενότητες, παράλληλα και εναλλασσόμενα. Αυτή η εναλλαγή βρίσκει αρωγό και το ποιητικό της ύφος, που συντίθεται από λογής-λογής ευφάνταστα λογοπαίγνια και εύπλαστες, ολόχρωμες εικόνες. Παραθέτω ένα ενδεικτικό παράδειγμα εναλλαγής της επικαιρότητας με την ποιητική: «Η κρίση χώρεσε παντού. / Τα μαλλιά της ανεμίζουν στα πρόσωπά μας. / Το άρωμά της, μυρωδιά μπουρδέλου, διαπεραστικό. / Κοιτάει με πάθος και αυταρέσκεια… / … Αψηφώ τις προειδοποιήσεις. / Φοράω το χρόνο ανάποδα, / ξεριζώνω τους άσπρους κροτάφους του, / βάφω τα χείλη του κόκκινα / και εκτίθεμαι στην κρίση σας». (σελ. 15)

Η Λ.Μ., κυρίως όταν αναφέρεται στην εποχή μας και τα όσα ταλανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο – πολίτη της Κύπρου και του κόσμου– γράφει στίχους διαχρονικής επικαιρότητας, σκληρής δημοσιολογικής κριτικής, μονοσήμαντους και ευθυτενείς: «Το χάος απλώνεται σκοτεινό κι αναπόφευκτο / σαν βουνό μετά την πυρκαγιά. / Χάλκινα πρόσωπα πολιτικών κροταλίζουν στο σκοτάδι». (σελ. 17)

Η ποιήτρια στηλιτεύει ιδιαίτερα τις παθογένειες της κυπριακής κοινωνίας. Και είναι ο ψόγος της οργίλος και καυστικός: «Από το παράθυρο παρακολουθώ τα κοράκια να πετούν / στοιχίζοντας τις γραμμές ανάμεσά τους • / μην αλληλολαβωθούν. / Χαράζει… / …Και ξαφνικά πάλι σκοτάδι. / Αδέσποτοι πολιτικοί, τραπεζίτες κοράκια / δεσπόζουν στον ορίζοντα». (σελ. 23)

Η μοίρα του τόπου μας απασχολεί συνεχώς την ποιήτρια. Καταθέτει στίχους πίκρας και οδύνης για τα δεινά της πατρίδας μας. Αλλά το πράττει με σύνθετη και καθολική ματιά: «Χιονίζει στο Τρόοδος / πάνω από ένα ξέσκεπο, μοιρασμένο νησί. / Μα η ομίχλη και η βροχή / δεν αναγνωρίζουν διαχωριστικές γραμμές. / Το κατέχουν ολόκληρο». (σελ. 67)

Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στους κυπροκεντρικούς στίχους της Λ.Μ., που είναι βαθιά ουμανιστικοί και το ίδιο βαθιά πολιτικοί, χωρίς να κραυγάζουν, χωρίς γενικόλογα συνθήματα και ευχολόγια. Μιλώ, π.χ. για στίχους πραγματιστικής νοηματοδότησης και βιωματικής καθημερινότητας στη σύγχρονη Λευκωσία: «Τα βράδια σε σκέφτομαι στην άλλη πλευρά της πόλης. / Η ιστορία σου δεν είναι ίδια με τη δική μου • / κι όμως μεγαλώνουμε στην ίδια πόλη. / Εμείς κάποια στιγμή ξανασμίξαμε, μα όχι η πόλη μας. / Υφαίνουμε την ύπαρξή μας με το νήμα που μας χωρίζει. / Κτίζουμε σκαλοπάτια για να ανεβαίνουμε μαζί, / αφήνουμε σημάδια για να ξαναβρούμε την αρχή μας / όπως οι άνθρωποι της ερήμου… / …Γι' αυτό σε σκέφτομαι τα βράδια • / την πόλη να ενώνει τα ξέχωρα νήματα της ιστορίας μας. / Πάνω από την οροφή της γειτονιάς σου πετάει ένας χαρταετός. / Δεν βλέπω το νήμα που τον ισορροπεί • / μα ξέρω». (σελ. 63)

Θα ήθελα ακόμη ν' αναφερθώ σε τρία χωριστά ποιήματα μαζί, «Σπίτι καράβι», (σελ. 25) «Μνήμες», (σελ. 31) και «Γυναίκειο πορτρέτο», (σελ. 33) που δεν μπορώ να παραθέσω αποσπασματικά για να μην τα αδικήσω. Ξεχώρισα αυτά τα ποιήματα γιατί, ανάμεσα σε άλλα, συνιστούν απτή απόδειξη ότι η Λ.Μ. πετυχαίνει υψηλής πυκνότητας περιγραφικότητα – αφηγηματικότητα, χωρίς, παράλληλα και ταυτόχρονα, να διαρρηγνύει την ποιητική ροή, την εσωτερική μουσικότητα και τον ρυθμό των ποιημάτων της. Αυτό μόνο ως επίτευγμα μπορεί να χαρακτηρισθεί. Κυρίως για τα δυο πρώτα ποιήματα, που θα μπορούσαν να διαβρωθούν περαιτέρω και λόγω βαρύνουσας βιωματικής αυτοαναφορικότητας.

Έχω την αίσθηση ότι η Λ.Μ. έχει δεχθεί, γόνιμα και δημιουργικά, επιρροές από τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, την οποία, χωρίς αμφιβολία, παρακολουθεί. Πχ. διατρέχοντας όλο το βιβλίο, πιστεύω πως εντόπισα αρκετές υφολογικές και τεχνοτροπικές προσεγγίσεις, υιοθετημένες, ενδεχομένως από το έργο της Κ. Δημουλά ή του Μ. Γκανά. Ένα παράδειγμα: «Μετρώντας προς τα πίσω φυλακίζω το χρόνο. / Για τα μέχρι σήμερα πλημμελήματα / τον καταδικάζω ερήμην». (σελ. 59)
Στα ποιήματα της Λ.Μ., σχεδόν κατά κανόνα, υπάρχει εκείνη η στιγμιαία κορύφωση, που δικαιώνει και δικαιολογεί το όλο εγχείρημα. Και στις πλείστες των περιπτώσεων, οι κορυφώσεις αυτές έχουν ενδοσκοπικό χαρακτήρα: «Το περασμένο βράδυ ο πιανίστας είχε συνεννοηθεί / με τον Μπετόβεν και τον Χάιντν να μας εκπλήξει. / Διασάλευσε την προσήλωσή μας με έναν αναστεναγμό / και συνέχισε παίζοντας μερικές συγχορδίες / τόσο ανάλαφρες που ένιωσα τα δάχτυλά του / να ξεφεύγουν απ' τα πλήχτρα και να ψάχνουν στο σώμα μου / κλίμακες πιο δυνατής έντασης». (σελ. 41)

Στην ποίηση της Λ.Μ. χάρηκα ιδιαίτερα τις θέσεις ποιητικής, αλλά και τις στάσεις ζωής, που διαπερνούν το βιβλίο της. Κυρίως όταν αυτές διατυπώνονται με αποφθεγματικότητα και απόλυτη ευκρίνεια: «…η επανάληψη κρύβει μια τυραννία / που σκοτώνει με λεπτότητα». (σελ. 53)

Θέλω όμως να παραθέσω ακόμη μια καλή στιγμή στο βιβλίο, με ποίηση εσωτερικού χώρου, ενδοσκόπησης και ανεπιτήδευτης αυτοαναφορικότητας. Κύριο γνώρισμα κι εδώ η γόνιμη, δημιουργική φαντασία, με λυρισμό και εξομολογητικούς τόνους: «Μεταμορφώνομαι σε πουλί δίχως ράμφος. / Ο αέρας έχει φροντίσει για τα φτερά, / τ' αστέρια για τα μάτια / κι η βροχή για την υγρασία των φιλιών. / Τρέφομαι με όνειρα και ουρανό». (σελ. 51)

Τέλος, στην πολυσέλιδη ποιητική σύνθεση «Στις παλάμες της Βαρκελώνης», (σελ. 95-109) με την οποία ολοκληρώνεται η συλλογή, ανάμεσα σε λυρικές και ενδοσκοπικές αναφορές, αλλά και αναφορές περί αισθητικής, ξεχώρισα τον κοινωνικό ψόγο και την ωμότητα – ευθύτητα κάποιων πικρών διαπιστώσεων: «Στην αρένα • χωρίς ταύρους, ταυρομαχίες και όλε, όλεεε. / Η μάνητα της εποχής. / Στο χώρο της αρένας ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο. / Γέμισαν τα υπόγεια και όλους τους ορόφους / καταστήματα και εστιατόρια. / Η αρένα είναι πάλι ενεργή. / Μόνο που τους ταύρους αντικατέστησαν οι άνθρωποι / και τους ταυρομάχους οι πολυεθνικές». (σελ. 107)