Αυτοπροσωπογραφία

Γράφει ο δημοσιογράφος

Ανδρέας Κούνιος

 

Λογοτεχνικά, θεματολογικά, αισθητικά και εκδοτικά βαθμολογείταιι με άριστα. Η τρυφερή γραφή της Λίλης Μιχαηλίδου, αλλά και ο ήρεμος αφηγηματικός της ρυθμός σκλαβώνουν τον αναγνώστη από την πρώτη σελίδα. Το αγάπησα τόσο πολύ, σε βαθμό μάλιστα εθισμού, ώστε μόλις έφτασα στο τέρμα, επέστρεψα στην αφετηρία. Ήθελα να απολαύσω εις διπλούν μερικά τουλάχιστον κείμενα που μου έκλεψαν την καρδιά και, στιγμές στιγμές, μου ράγισαν την καρδιά. Τα μικρά κείμενα της Λίλης Μιχαηλίδου, οι σκόρπιες εικόνες που μετουσιώνονται σε πανάκριβες λέξεις, οι αναμνήσεις που ακούγονται σαν θροίσματα, με έκαναν να συγκινηθώ, να λυπηθώ, να μελαγχολήσω, να αναπολήσω και, ταυτόχρονα, να χαμογελάσω, να ξεθαρρέψω, να γαντζωθώ, σαν ναυαγός, πάνω στη σανίδα της ελπίδας.

Η Λίλη Μιχαηλίδου δεν γκρινιάζει, δεν παραπονιέται, δεν μεμψιμοιρεί. Καταγράφει απλώς, με το μοναδικό της πεζογραφικό ύφος που, για να είμαι ειλικρινής, συνοδεύεται μονίμως και από ποιητικές διαστάσεις στα όρια του λυρισμού, την απέραντη γκάμα των συναισθημάτων που βίωσε από την ημέρα που γλίστρησε από τη μήτρα της μάνας έως και σήμερα.

Πρόκειται για ένα πορτρέτο συγκλονιστικά αληθινό με φιλοσοφικό υπόστρωμα. Όπως όλοι οι στοχαστές, έτσι και η Λίλη Μιχαηλίδου δεν κινείται στην επιφάνεια, βουτάει στο βάθος, περιφρονώντας τον κίνδυνο. Μετά, κουρνιάζει στη στεριά ραμφίζοντας, σαν πουλάκι, σπόρους εμπνεύσεων. Μια φράση της μάνας, το σκεβρωμένο χέρι του πατέρα, το πρώτο ερωτικό σκίρτημα, η μυγδαλιά και το χελιδόνι που αναγγέλλουν την άφιξη της άνοιξης, πόλεις που της χάρισαν αξεπέραστες εμπειρίες, η παράνοια του πολέμου, ταξίδια εσωτερικά και ταξίδια εξωτερικά, όνειρα που πήραν σάρκα και οστά και άλλα που έσβησαν σαν κεριά στον άνεμο, το παλιό μπαούλο που προστατεύει μυθικούς θησαυρούς, η μπαλάντα της φθινοπωρινής βροχής, ο χρόνος που γλιστράει σαν άμμος μέσα από τα δάκτυλα, τα δάκτυλα που γέμισαν βαθιές αυλακιές, η μοναξιά που είναι ταυτόχρονα και δημιουργική και καταστροφική.

Γράφει η ίδια, στη σελίδα 18 του βιβλίου της:

«Υπάρχει ένα σπίτι σε κάθε σώμα, μικρό, μεγάλο ανάλογα με την ανατολή και τη δύση των ενοίκων, τη γεύση του χρόνου που έζησαν, την τσιγγάνικη περιπλάνηση του μυαλού τους και τη μυρωδιά των ψιθύρων από λιβάδια, δάση και θάλασσες που διέσχισαν. Τη σκέψη μου επισκέπτονται συχνά άνθρωποι από τα παλιά, βοηθώντας με να χορτάσω την εναλλαγή του ήλιου με τη βροχή, των χρωμάτων της μέρας με της νύχτας». Τι να προσθέσεις; Απλώς υποκλίνεσαι...

*Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ. Μετάφραση: David Connolly. Σελίδες: 77

 

Το προλογικό σημείωμα του βιβλίου αναφέρει:

“ΘΑ ΕΝΑΝΤΙΩΘΩ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ που έχουμε τη συνήθεια να αναπλάθουμε και θα κρατήσω ελεύθερα τα φτερά μου για τα βαθύτερα νοήματα των πτήσεων. [...]

“Τα κείμενα αυτά γράφτηκαν ακριβώς την ώρα που τα συναισθήματα με κατέκλυζαν. Καμιά σπονδυλική στήλη δεν τα συγκρατούσε. Το ένα γραφόταν και ακουμπούσε πάνω στο άλλο χωρίς να χρειάζεται να δίνει λόγο, χωρίς να υπάρχει δομή, αρχή, μέση και τέλος. Σπόνδυλοι από αναμνήσεις, αγωνίες, συγκινήσεις, πόνο και θλίψη, από στοχασμούς, περιπλανήσεις, με άξονα τη σκέψη μου, απαλλαγμένη από την καταπίεση της ζοφερής αρνητικότητας. Σκέψη άλλοτε ελεύθερη, συγκροτημένη και συνεπής και άλλοτε φευγαλέα, ασυγκράτητη και χαμένη.

Κάθε κείμενο ή στίχος ή ακόμη και ποίημα έχουν σχέση, κυρίως, με το πώς αισθάνομαι και βιώνω τις απλές καθημερινές μέρες, ένα ταξίδι που φυλάω ζωντανό στο μυαλό μου, έναν σχιζοφρενή πόλεμο, μια πανδημία, τις εικόνες από το μακρινό παρελθόν που εισβάλλουν στο παρόν, τους ανθρώπους που παλεύουν σε όλη τους τη ζωή για να παραμείνουν άνθρωποι.

Αυτό λοιπόν το αφήγημα που έχεις μπροστά σου, αγαπητέ μου αναγνώστη, τούτη τη στιγμή, παραδίδεται στην κρίση σου, γιατί δεν ακολουθεί τους κανόνες που διέπουν ένα καθώς πρέπει αφήγημα, Πάρε τις ανάσες, τον χρόνο, την υπομονή και τον τρόπο που απαιτείται για το διάβασμα, και δες το σαν ένα παζλ που χρειάζεται μόνο λίγο από τον χρόνο σου για να συναρμολογηθεί μες στο ευρύτερο έρμα της ζωής

Λ.Μ.